συνοχή

συνοχή
Ελκτική δύναμη που παρεμποδίζει το διαχωρισμό μιας ουσίας ή ενός μείγματος σε περισσότερα μέρη. Η δύναμη αυτή, ανύπαρκτη στα αέρια, ασήμαντη, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, στα περισσότερα υγρά, συναντιέται ως φυσική ιδιότητα μόνο στα στερεά και οφείλεται σε ελκτικές, ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις, που δρουν μεταξύ των μορίων της ουσίας, όταν αυτά βρίσκονται σε μέση απόσταση αρκετά μικρή, της τάξης μερικών εκατοστών του χιλιοστού του εκατοστόμετρου. Οι ελκτικές δυνάμεις, σε μεγαλύτερες αποστάσεις, ατονούν, όπως συμβαίνει στα αέρια. Το φαινόμενο παύει επίσης να υπάρχει όταν πλησιάσουν δύο τμήματα της ομογενούς ουσίας που διαχωρίστηκαν. Στα στερεά εκδηλώνεται με διάφορες ιδιότητες, όπως είναι η σκληρότητα, η αντίσταση στη θραύση, η ελαστικότητα, το όλκιμο, το ελατό των μετάλλων κ.ά.
* * *
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνοχή Α [συνέχω]
1. συγκράτηση, σύνδεση
2. μτφ. α) λογική αλληλουχία, ειρμός (α. «λείπει η συνοχή από τον λόγο του» β. «τὰς... εὐτονωτάτας καὶ στερροτάτας συνοχὰς οὐ συντριπτέον οὐδὲ διακοπτέον», Ωριγ.)
β) στενοχώρια, θλίψη
νεοελλ.
1. φυσ. διαμοριακή ελκτική δύναμη η οποία ασκείται ανάμεσα σε δύο προσκείμενα τμήματα ενός υλικού, συνήθως στερεού ή υγρού
2. (κοινων.-ψυχολ.) η συνισταμένη όλων τών δυνάμεων που επιδρούν στα μέλη μιας ομάδας ώστε αυτά να αντισταθούν στις δυνάμεις διάσπασης τής ομάδας και να μείνουν στους κόλπους της
3. γλωσσ. καθοριστική εσωτερική σχέση τού λόγου στο επίπεδο τής μορφής, δηλαδή στο καθαρώς γλωσσικό επίπεδο, χάρη στην οποία οι προτάσεις μετατρέπονται σε εκφωνήματα και το σύνολο τών εκφωνημάτων σε κείμενο, το οποίο με τον τρόπο αυτόν καθίσταται οργανωμένη ενότητα λόγου και όχι απλό άθροισμα γλωσσικών στοιχείων
νεοελλ.-μσν.
συνάφεια
μσν.
πρόθεση, σκοπός
μσν.-αρχ.
το σημείο ένωσης τών βλεφάρων
αρχ.
1. το να κρατά κανείς κάτι στο χέρι του
2. συστολή, σμίκρυνση, στένεμα («ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῡ» — όπου ο δρόμος στενεύει, Ομ. Ιλ.)
3. συμπλοκή («ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο», Απολλ. Ρόδ.)
4. συνέχεια
5. συνδυασμός στοιχείων
6. (για χιτώνα) το δέσιμο στους ώμους
7. (για ρούχο) εφαρμογή
8. καταπίεση
9. ιατρ. κατάκλιση («ἀκίνδυνος ἔσται ἡ συνοχή», Σεραπ.)
10. μτφ. έλεγχος
11. στον πληθ. αἱ συνοχαί
α) φυλάκιση
β) παγίδα
12. φρ. «συνοχὴ ἡ ἑαυτοῡ» — αυτοέλεγχος, αυτοσυγκράτηση (Χρύσ. Στωικ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνοχή — holding together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοχή — η 1. σύνδεση, λογική σχέση: Δεν υπάρχει καμιά συνοχή στα νοήματά του. 2. το να συγκρατιούνται ορισμένα πράγματα κοντά το ένα στο άλλο: Εξασφαλίστηκε η συνοχή των μελών του κόμματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνοχῇ — συνοχέομαι pres subj mp 2nd sg συνοχέομαι pres ind mp 2nd sg συνοχέομαι pres subj act 3rd sg συνοχέω travel together in a chariot pres subj mp 2nd sg συνοχέω travel together in a chariot pres ind mp 2nd sg συνοχέω travel together in a chariot… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνοχαῖς — συνοχή holding together fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνοχή — συνοχή holding together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνοχήν — συνοχή holding together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοχαῖς — συνοχή holding together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοχαί — συνοχή holding together fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοχήν — συνοχή holding together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”